Το στοίχημα έχει διαφημιστεί γενικά ως τυχερό παιχνίδι κι έτσι αντιμετωπίζεται από ανθρώπους που δεν έχουν μεγάλη σχέση μ’ αυτό. Ο σωστός ορισμός του, βέβαια, είναι ότι πρόκειται για ένα κατ’ εξοχήν τεχνικό παιχνίδι, στο οποίο η τύχη (ή η ατυχία) παίζουν μεν το ρόλο τους, αλλά βραχυπρόθεσμα. Αν το δούμε σε βάθος χρόνου, θα διαπιστώσουμε ότι τελικά που μπορεί να σημαδέψει κάποια στοιχήματά μας εξισορροπούνται, οπότε σε τελική ανάλυση κάθε παίκτης έχει κέρδη ή ζημίες ανάλογα με την προβλεπτική του ικανότητα, τον τρόπο που παίζει και τη διαχείριση των χρημάτων του.
Δύο παράλληλες ευθείες
Οι πιο ψαγμένοι επαγγελματίες παίκτες επιμένουν ότι η τύχη και η ατυχία είναι δύο έννοιες, δύο καταστάσεις, που βρίσκονται στα άκρα μιας κλίμακας (αν μπορεί κάποιος να την αποκαλέσει έτσι), όμως δεν… εφάπτονται. Δεν σημαίνει ότι εκεί που σταματά η τύχη ξεκινά η ατυχία. Υπάρχει μια «ουδέτερη ζώνη», μια «μέση κατάσταση», η οποία είναι και η ιδανική για τους επαγγελματίες. Η μόνιμη επωδός πολλών απ’ αυτούς όταν η στοιχηματική κουβέντα πηγαίνει σ’ αυτό το ζήτημα είναι: «Δεν θέλω να είμαι τυχερός, θέλω να μην είμαι άτυχος». Φαινομενικά είναι το ίδιο πράγμα, όμως στην πράξη απέχει πάρα πολύ.
Η έννοια της τύχης και της ατυχίας στο στοίχημα έχει να κάνει και με τον τρόπο παιχνιδιού, αλλά και με την… επιλεκτική μνήμη. Όσους παίκτες του στοιχήματος κι αν ρωτήσεις, κανείς δεν θα παραδεχτεί ότι είναι μακροπρόθεσμα τυχερός ή κερδίζει από τύχη. Οι περισσότεροι θα θυμηθούν παρολί που θα τους απέφεραν πολλές χιλιάδες ευρώ και «έσπασαν» από… καθαρή ατυχία με ένα γκολ οφσάιντ ή ένα χαμένο πέναλτι στις καθυστερήσεις. Αυτή είναι μια φυσιολογική αντίδραση άμυνας του ανθρώπινου μυαλού, να πιστώνει στον εαυτό του ως ικανότητα τις νίκες και να χρεώνει τις ήττες σε… εξωγενείς παράγοντες. Δεν σημαίνει, όμως, αυτό ότι είναι και η σωστή αντιμετώπιση.
Η τύχη, επίσης, μπορεί να εξαρτηθεί από τη… στατιστική. Αν κάποιος π.χ. ποντάρει συστηματικά σε φαβορί έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει χωρίς να το αξίζει, να πάρει ένα σφύριγμα του διαιτητή ή να πετύχει ένα «ευνοϊκό» γκολ στις καθυστερήσεις (άρα να θεωρηθεί… τυχερός) από κάποιον που συστηματικά ποντάρει σε αουτσάιντερ. Κι αυτό διότι, όπως ξέρουν όλοι, στο ποδόσφαιρο παίζουν ρόλο και… άυλοι παράγοντες, όπως η πολυσυζητημένη έννοια της φανέλας. Αυτοί οι παράγοντες, καλώς ή κακώς, καθορίζουν αποτελέσματα και πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν.
Το διάβασμα της νίκης
Το κλειδί σ’ αυτή τη διαδικασία είναι η ειλικρίνεια και το σωστό «διάβασμα» του αγώνα αφού έχει γίνει. Συνήθως αυτά που κερδίζουμε τα αφήνουμε στην άκρη, διότι θεωρούμε ότι αφού τα κερδίσαμε εξελίχθηκαν όπως ακριβώς τα περιμέναμε. Η αλήθεια μπορεί, όμως, να είναι τελείως διαφορετική. Τι γίνεται αν η ομάδα που επιλέξαμε να νικήσει επιβεβαίωσε μεν το σημείο, αλλά το έκανε με ένα μόνο σουτ στο τέρμα, ενώ η αντίπαλός της είχε σωρεία ευκαιριών; Δεν πρέπει να παραδεχτούμε ότι σ’ αυτό το ματς σταθήκαμε τυχεροί και νικήσαμε και να καταγράψουμε το αποτέλεσμα όχι ως προσωπική επιτυχία (αφού στην πρόβλεψη του ματς ουσιαστικά αποτύχαμε) αλλά ως εύνοια;
Και από τα ματς που χάσαμε πόσα πρέπει να χρεώσουμε στην ατυχία; Υπάρχουν περιπτώσεις παικτών που δικαιολογούν ακόμα και μια βαριά ήττα σε ένα άτυχο γεγονός που συνέβη π.χ. στην αρχή του ματς. Οι περισσότεροι θυμούνται άτυχες στιγμές με ήττες στα τελευταία λεπτά του αγώνα. Πλην όμως πόσο «άτυχη» μπορεί να θεωρείται μια ήττα όταν έχουμε επιλέξει π.χ. ένα Χ2 και το χάνουμε στις καθυστερήσεις, όταν έχει προηγηθεί καταιγισμός σουτ και ευκαιριών της γηπεδούχου ομάδας, συντριπτική κατοχή μπάλας, δύο δοκάρια κι ένα χαμένο πέναλτι;
Αν πραγματικά ψάχνουμε αφορμές για να δικαιολογήσουμε ένα χαμένο bet ή να πιστώσουμε στον εαυτό μας κι όχι στην τύχη ένα κερδισμένο bet, ένας ποδοσφαιρικός αγώνας μας προσφέρει πάμπολλες ευκαιρίες να το κάνουμε. Έτσι, όμως, δεν είμαστε ούτε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, και φυσικά ούτε θα μάθουμε ποτέ από επαναλαμβανόμενα λάθη μας. Η σωστή τακτική είναι να αναλύουμε τα δεδομένα του κάθε αγώνα, είτε αυτός είναι κερδισμένος, είτε χαμένος, και να καταγράφουμε με ειλικρίνεια πόσα πραγματικά κερδίσαμε από τύχη ή σωστή πρόβλεψη και χάσαμε από ατυχία ή λάθος πρόβλεψη.
Τύχη ή μήπως ικανότητα;
Υπάρχουν κάποιοι επαγγελματίες παίκτες που έχουν αφορίσει τελείως τις έννοιες τύχη και ατυχία από το στοιχηματικό τους λεξιλόγιο. Τις θεωρούν συνηθισμένες καταστάσεις του παιχνιδιού κι επιμένουν ότι, σε τελική ανάλυση, κάθε ποδοσφαιρική φάση, σουτ, πάσα, μαρκάρισμα και απόκρουση βασίζεται και στην τύχη, άρα δεν μπορεί να γίνει σοβαρή κουβέντα για το πού ξεκινά και σταματά η τύχη και πού αρχίζει η ικανότητα του κάθε ποδοσφαιριστή να τελειώσει μια φάση ή να αποτρέψει μία άλλη. Οπότε χρεώνουν στον εαυτό τους ακόμα και τις καθαρά άτυχες ήττες τους και προσπαθούν να βρουν μετρήσιμα στοιχεία, τα οποία θα τους αποτρέψουν να κάνουν το ίδιο λάθος την επόμενη φορά.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην κατηγορία ατυχίας που λέγεται «ανάποδο γκολ στο 90». Χιλιάδες ιστορίες μπορούν να ακουστούν για ματς και παρολί που «στράβωσαν» σ’ αυτό το λεπτό. Το οποίο, όμως, δεν έχει διάρκεια… ενός λεπτού, όπως όλα τα άλλα στο ποδόσφαιρο, αλλά το λιγότερο… έξι, ή και περισσότερα.
Όσοι παραπονιούνται ότι έχουν χάσει πολλά ματς στο 90’, ας το σκεφτούν λίγο παραπάνω. Το διάστημα από το 87’ ως το τέλος των καθυστερήσεων (στα περισσότερα πρωταθλήματα κυμαίνονται από τρία ως τέσσερα λεπτά, όμως στην Ιταλία π.χ. είναι συχνά και έξι και επτά λεπτά). Στην ουσία, δηλαδή, το «καταραμένο» 90ο λεπτό μπορεί να έχει διάρκεια ακόμη κι ένα… δεκάλεπτο! Αν απομονώσουμε, λοιπόν, οποιοδήποτε άλλο δεκάλεπτο στο ποδόσφαιρο μπορούμε να διαπιστώσουμε πόσα θετικά ή ανάποδα μπορούν να συμβούν σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να δεχτούμε ότι το «90» είναι μια ειδική κατάσταση του παιχνιδιού, με πολύ μεγαλύτερη διάρκεια από ένα λεπτό και συγκεκριμένη πίεση αυτού που ψάχνει τη νίκη.
ΠΗΓΗ: https://www.bookmakers.gr/4815/tychi-ke-atychia-sto-stichima/