Ο αριθμός των στοιχημάτων που τοποθετεί ένας παίκτης δε θα τον χαρακτηρίσει ως «επαγγελματία». Επαγγελματίας παίκτης – αν ποτέ μπορεί να γίνει αποδεκτός ένας τέτοιος όρος – στο στοίχημα σημαίνει πως ζει από το στοίχημα, πως κερδίζει τόσα, ώστε τουλάχιστον να συντηρεί τον εαυτό του από τα καθαρά κέρδη κι έπειτα την οικογένειά του. Είτε στοιχηματίζει 10 αγώνες το χρόνο, είτε 10,000 το αποτέλεσμα πρέπει να είναι το παραπάνω. Πρέπει να κερδίζει χρήματα με σταθερό ρυθμό. Προφανώς θα υπάρξουν «κακοί» μήνες ή και «κακός» χρόνος αλλά μέχρι εκεί. Εφόσον έχει πλεονέκτημα απέναντι στην αγορά, θα πρέπει η αύξηση του κεφαλαίου του να αποδεικνύει τον «επαγγελματισμό» του.
Δε θα επεκταθώ παραπάνω στο κομμάτι του «επαγγελματισμού» στο στοίχημα. Για αυτό έχουμε ήδη γράψει στους τρόπους υπό τους οποίους το στοίχημα αποτελεί επιχείρηση. Το ζήτημα είναι ο αριθμός των στοιχημάτων που θα τοποθετήσει ο υποτιθέμενος επαγγελματίας.
Οι ειδικοί λοιπόν υποστηρίζουν πως ο παίκτης θα πρέπει να είναι πολύ συγκρατημένος και να ξεχωρίζει τα καλύτερα των καλυτέρων στοιχημάτων, στα οποία θα επενδύσει. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, κατά την εκτίμησή μου, πράγματι να επιλέξει στοιχήματα με το μεγαλύτερο δυνατό value. Να αποφύγει δηλαδή στοιχήματα που έχουν 1-5% πλεονέκτημα/value και να ποντάρει σε αποδόσεις με 15, 20 ή και 30% πλεονέκτημα. Φυσικά τέτοια στοιχήματα είναι πολύ σπάνιο να εντοπισθούν, εξ ου και ο μικρός αριθμός στοιχημάτων που θα ποντάρει ο συγκεκριμένος παίκτης.
Συνέπεια των παραπάνω είναι η μείωση του variance του κεφαλαίου του παίκτη. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ένας παίκτης εντοπίζει συνεχώς value στοιχήματα με πλεονέκτημα 25%. Έστω δηλαδή ότι ποντάρει σε αποδόσεις 2.50 με πιθανότητα επαλήθευσης 50%. Μετά από 2,000 στοιχήματα η διακύμανση του κεφαλαίου του θα είναι κάπως έτσι:
Εάν βρίσκει 10 τέτοιου είδους στοιχήματα το μήνα, θα χρειαστεί 16 χρόνια για να 5πλασιάσει το κεφάλαιό του στοιχηματίζοντας με σταθερό ποντάρισμα. Αν ξεκίνησε με 100,000 ευρώ, θα κερδίζει κατά μέσο όρο 31,250 ευρώ το χρόνο που είναι βεβαίως ένα πολύ καλό νούμερο (πριν συνυπολογιστούν διάφορα έξοδα, φόροι κλπ). Αλλιώς αν αποφάσισε να γίνει «επαγγελματίας» με 10,000 ευρώ, τα 3 χιλιάρικα κέρδος το χρόνο ίσως να είναι μόνο η ζημία που θα υποστεί, όταν μια εταιρία στοιχημάτων κλείσει το λογαριασμό του (ως κερδισμένος παίκτης). Ίσως ο κίνδυνος αυτός να μειωθεί με τη ρύθμιση της αγοράς των τυχερών παιγνίων, ειδικά εάν παίζει στο Πάμε Στοίχημα του ΟΠΑΠ. Δεν ξέρω όμως κατά πόσο θα μπορεί να βρίσκει έστω κι ένα στοίχημα με… 25% πλεονέκτημα!
Ίσως ο παίκτης αποδειχθεί λιγότερο… υπομονετικός και συγκρατημένος κι αποφασίσει να παίξει και στοιχήματα με value της τάξης του 5%. Δεδομένου ότι θα υπάρξουν πολλές περισσότερες ευκαιρίες για 5% πλεονέκτημα, η κατανομή των στοιχημάτων θα τείνει προς το μονοψήφιο πλεονέκτημα. Έτσι κάνουμε την παραδοχή πως κατά μέσο όρο θα στοιχηματίσει σε αγώνες με πλεονέκτημα 10%. Δηλαδή σε απόδοση 2.20 όταν το ποσοστό επιτυχίας είναι 50%.
Στην παραπάνω διακύμανση παρατηρούμε πως το κεφάλαιό του θα έχει αύξηση 200% μετά από 2,000 στοιχήματα. Αυτή τη φορά όμως θα χρειαστεί λιγότερο χρόνο αλλά επιπλέον θα πρέπει να «αντέξει» την περίοδο που δε θα κερδίζει (περιοχή 1,300 – 1,500 στοιχήματα). Ο παίκτης θα εξακολουθήσει να είναι κερδισμένος κι άρα να χαρακτηριστεί ως «επαγγελματίας».
Τι γίνεται εάν δεν είναι τόσο picky με τα στοιχήματα και καταλήξει να ποντάρει σε περισσότερους αγώνες, διατηρώντας όμως ένα μέσο πλεονέκτημα της τάξης του 5%; Με μέση απόδοση 2.10 και ποσοστό επιτυχίας 50%, είναι δυνατόν να είναι οριακά κερδισμένος μετά από 2,000 στοιχήματα όπως φανερώνει η πράσινη γραμμή 9. Εντούτοις το προσδοκώμενο κέρδος θα ήταν στο 100% του κεφαλαίου του, οπότε και πάλι θα μιλούσαμε για έναν επαγγελματία παίκτη.
Άρα τι πετυχαίνει κανείς παίζοντας λιγότερα στοιχήματα; Θεωρητικά να στοιχηματίζει σε αγώνες με μεγαλύτερο πλεονέκτημα, μειώνοντας τη διακύμανση του κεφαλαίου του. Κατ’ επέκταση μπορεί να στοιχηματίζει μεγαλύτερο ποσοστό του κεφαλαίου του, ή αντίστροφα να χρειάζεται μικρότερο αρχικό κεφάλαιο, εξαιτίας του μεγάλου πλεονεκτήματος ανά στοίχημα. Παρόλα αυτά υπάρχουν μειονεκτήματα για αυτή τη μέθοδο, πέρα από πλεονεκτήματα.
Καλύτερα στοιχήματα: Μειονεκτήματα
- Ο παίκτης πρέπει να έχει υπομονή, πειθαρχία κι αυτοσυγκράτηση, ώστε να μην παρασυρθεί να στοιχηματίζει πέρα από τους αυστηρούς κανόνες που έχει βάλει. Οι κανόνες αυτές θα τον οδηγήσουν να απέχει από το στοίχημα για μέρες ή/και βδομάδες.
- Επιβεβαίωση κερδοφορίας μετά από μεγάλο διάστημα. Εάν στοιχηματίζει 5-10 αγώνες το μήνα, είναι γίνεται κατανοητό πως θα χρειαστούν μήνες ή χρόνια προκειμένου να επαληθεύσει πως το σύστημά του είναι κερδοφόρο.
Πολλά και μέτρια στοιχήματα: Πλεονεκτήματα
- Σχεδόν καθημερινή τοποθέτηση στοιχημάτων. Η καθημερινή δραστηριότητα λογικά θα αποτρέψει από τυχαία και παρορμητικά στοιχήματα.
- Επιβεβαίωση αποτελεσματικότητας της στρατηγικής σε συντομότερο χρονικό διάστημα.
Πολλά και μέτρια στοιχήματα: Μειονεκτήματα
- Μεγαλύτερη διακύμανση κεφαλαίου, οπότε και απαιτείται η καλύτερη διαχείρισή του. Θεωρητικά μεγαλύτερο απαιτούμενο κεφάλαιο, ή μικρότερο ποσοστό επί του κεφαλαίου ως ποντάρισμα.
- Κίνδυνος να τοποθετηθούν στοιχήματα με οριακό πλεονέκτημα ή ακόμα και με μικρό μειονέκτημα. Εάν ένα στοίχημα με 25% πλεονέκτημα ήταν στην πραγματικότητα 15% είναι μικρό το κακό. Εάν ένα στοίχημα με θεωρητικά 5% πλεονέκτημα ήταν -2%, τότε ήταν ένα κακό στοίχημα που δεν έπρεπε καν να τοποθετηθεί.
Συμπερασματικά λοιπόν θα έλεγα πως η επιλογή μόνο των καλύτερων στοιχημάτων, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ένα μόνο στοίχημα τη βδομάδα, προστατεύει τον άπειρο παίκτη από άσχημα ή μέτρια πονταρίσματα αλλά κι από μεγάλη διακύμανση του κεφαλαίου του. Ωστόσο ο άπειρος παίκτης είναι επιρρεπής σε λάθη, ένα εκ των οποίων είναι και η τάση να είναι ενεργός στοιχηματικά σε καθημερινή βάση. Από την άλλη, τα πολλά και συχνά στοιχήματα έχουν ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη διακύμανση του κεφαλαίου που είναι πολύ πιθανό να επηρεάσει την κρίση του παίκτη και να οδηγήσει σε λάθη στη διαχείριση του κεφαλαίου, ποντάροντας μεγαλύτερα ποσά σε περιόδους πανικού.
Ο παίκτης του στοιχήματος θα πρέπει ο ίδιος να καταλήξει εάν επιθυμεί το ένα και καλό στοίχημα ή τα πολλά και μέτρια. Στην πρώτη περίπτωση μειώνει δραματικά τον τζίρο του αλλά αυξάνει εντυπωσιακά το περιθώριο κέρδους του, ενώ στη δεύτερη αυξάνει πολύ τον τζίρο των στοιχημάτων αλλά αποδέχεται στοιχήματα με σημαντικά χαμηλό πλεονέκτημα. Η τελική επιλογή έχει να κάνει με το χαρακτήρα του κάθε παίκτη αλλά και τη στρατηγική που ακολουθεί, προκειμένου να εντοπίζει τις «ευκαιρίες» στο στοίχημα. Από τη στιγμή όμως που και στις δύο περιπτώσεις ποντάρει με πλεονέκτημα και άρα θα εμφανίσει κέρδος μετά από 2,000 στοιχήματα, μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως «επαγγελματία». Τουλάχιστον από πλευράς επιτυχίας και κέρδους. Διότι ο χαρακτηρισμός ενός επιτυχημένου παίκτη ως «επαγγελματία» απαιτεί αρκετά ακόμα γνωρίσματα.