Εάν βρίσκαμε έναν tipster με ποσοστό επιτυχίας στα προγνωστικά του 50% και με μέση απόδοση στοιχημάτων 4.00, θα έπρεπε να τον ακολουθήσουμε; Ποια η διαφορά με την επινόηση ενός δικού σας προσωπικού συστήματος στοιχημάτων με τα ίδια στατιστικά μεγέθη; Το μαντέψατε, εσείς είσαστε σίγουροι για τη μέθοδό σας στην οποία θα μείνετε σταθεροί, ενώ ποτέ δεν γνωρίζετε τι μπορεί να επηρεάσει έναν tipster και να αλλάξει τον τρόπο που καταλήγει στα tips του. Εφόσον μπορούμε να εγγυηθούμε πως ο tipster θα εξακολουθήσει να προβλέπει τους αγώνες με τον ίδιο πανομοιότυπο τρόπο και με τα ίδια κριτήρια, σαφώς και πρέπει να τον ακολουθήσουμε. Δεν είναι όμως προτιμότερο να στηριχτούμε στις δικές μας δυνάμεις και να σκεφτούμε δικά μας κριτήρια και φίλτρα για το σύστημά μας;
Έστω ότι έχω καταλήξει μετά από χρόνια μελέτης σε ένα κερδισμένο σύστημα ποδοσφαίρου. Το σύστημα αυτό διακρίνεται για το 5% πλεονέκτημά του σε ένα δείγμα 50.000 αγώνων, που σημαίνει πως για κάθε 100 ευρώ που θα στοιχηματίζω θα κερδίζω μακροχρόνια 5 ευρώ. Μην έχοντας κανένα λόγο να αλλάξω οτιδήποτε στο σύστημά μου με δεδομένο την εγγύηση που προσφέρει το τεράστιο δείγμα αγώνων, είμαι πολύ σίγουρος πως η απόδοση του συστήματος θα συνεχίσει και για τους επόμενους 50.000 αγώνες.
Στην περίπτωση του tipster τα πράγματα περιπλέκονται κυρίως γιατί δεν έχουμε τον έλεγχο των προγνωστικών. Τα μόνα γνωστά γνωρίσματα που έχουμε στη διάθεσή μας είναι η επιτυχία των προβλέψεων του tipster σε ένα δείγμα που σπάνια ξεπερνάει τον τριψήφιο αριθμό αγώνων. Αποδεχόμενοι το μεγαλύτερο στατιστικό σφάλμα που περιέχεται στην επιτυχία των tips του λόγω αυτού του γεγονότος σε άμεση σύγκριση με τις προβλέψεις του παραπάνω συστήματός μας, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ένα ακόμα πρόβλημα: την αδυναμία να γνωρίζουμε εάν ο tipster ακολουθεί ένα αυστηρά οριοθετημένο σύστημα ή ποντάρει με τη διαίσθηση. Ακόμα και στην πρώτη περίπτωση ποτέ δε θα μάθουμε εάν αποφάσισε να αλλάξει κάτι στη στρατηγική του ή αν έδωσε προτεραιότητα αλλού στη ζωή του, μειώνοντας το χρόνο που αφιερώνει στη μελέτη των προγνωστικών, με άμεσο αντίκτυπο φυσικά στην μετέπειτα επιτυχία των tips του.
Έτσι βρισκόμαστε άθελά μας και εν αγνοία μας να στοιχηματίζουμε στηριζόμενοι σε μια υπόθεση που ποτέ δε γνωρίζουμε εάν όντως ισχύει. Η υπόθεση αυτή έχει να κάνει με τη σταθερότητα του tipster να εφαρμόζει τα ίδια κριτήρια επιλογής των σημείων στα στοιχήματά του. Εάν κάτι τέτοιο συμβεί όταν το διαπιστώσουμε θα είναι πια αργά, τη στιγμή που μοναδική ένδειξη ενός τέτοιου γεγονότος θα αποτελεί η ξαφνική αυξομείωση του κέρδους μας. Πολύ πιο συχνά όμως θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα μεγάλο [intlink id=”1345″ type=”post”]drawdown [/intlink]που δεν είχε συμβεί μέχρι τώρα, γιατί πολύ απλά δεν είναι drawdown αλλά η πραγματική αλλαγή πορείας των αποτελεσμάτων μετά την αλλαγή των προγνωστικών του tipster.
Κάτι ανάλογο υφίσταται και στην περίπτωση αγοράς συστημάτων που δε γνωρίζουμε τα [intlink id=”289″ type=”post”]κριτήρια [/intlink] σύμφωνα με τα οποία προτείνονται τα στοιχήματα. Ο πιο συνήθης χαρακτηρισμός αυτών των συστημάτων ακούει στο όνομα μαύρα κουτιά (black boxes) για το λόγο ότι δεν ξέρουμε πώς ακριβώς δουλεύει το σύστημα που αγοράσαμε. Για παράδειγμα μπορεί να απαιτείται να εισάγουμε 20 στατιστικά για κάθε αγώνα ώστε το σύστημα να μας προβλέψει το πιθανότερο σημείο, αλλά κανείς δε μας εγγυάται ότι τα χρησιμοποιεί αυτά τα [intlink id=”1786″ type=”post”]στατιστικά[/intlink]. Σε τελική ανάλυση μπορεί να είναι ένας απλός αλγόριθμος υπολογισμού ενός τυχαίου αριθμού, σύμφωνα με τον οποίο να προτείνεται το εκάστοτε σημείο.
Η μόνη λύση στην περίπτωση του tipster και του κλειστού συστήματος είναι να εμπιστευτούμε τον εαυτό μας, πράγμα που αν μη τι άλλο θα μας γεμίσει με αυτοπεποίθηση. Διότι στις άλλες περιπτώσεις η ανασφάλεια θα υπάρχει πάντα να μας θυμίζει ότι το πιθανό κέρδος που έχουμε αποκομίσει εξαρτάται από τις προσπάθειες άλλων, από τους οποίους είμαστε πια σε άμεση εξάρτηση.