Ποιος παρακολουθεί Ελληνικό ποδόσφαιρο; Σίγουρα όχι εγώ! Ακόμα κι αν το έκανα όμως, μετά το χθεσινό τελικό κυπέλλου μεταξύ Αστέρα Τρίπολης κι Ολυμπιακού θα είχα έναν ακόμα λόγο να απομακρυνθώ από τα Ελληνικά γήπεδα. Κι αν περίμενα να το κάνω χθες, προφανώς έκανα τα στραβά μάτια για χρόνια.
Το ποδόσφαιρο σαν άθλημα δε με προσελκύει ιδιαίτερα. Δεν υπήρξα οπαδός κάποιας ομάδας (πέρα της τυπικής… οπαδοποίησης που συμβαίνει σε όλους μας κατά τα παιδικά χρόνια), δεν έχω κόψει εισιτήριο παρά μόνο 1-2 φορές στη ζωή μου και η επαφή μου με το άθλημα περιορίζεται σε… στραβοκλωτσιές της μπάλας μεταξύ φίλων σε γήπεδα 5×5 και παραλίες. Παρόλα αυτά απολαμβάνω τηλεοπτικές μεταδόσεις μεγάλων ποδοσφαιρικών αγώνων, κυρίως Champions League, EURO και Μουντιάλ. Ωστόσο οι αγώνες του Ελληνικού πρωταθλήματος δεν μου είναι άγνωστοι, αν κι έχω προσπαθήσει να αποφύγω την παρακολούθησή τους, αφού κατά καιρούς μαζευόμαστε σε σπίτια φίλων με πρόσχημα το μεγάλο ντέρμπι, που φυσικά καταλήγει σε… άδεια κουτιά πίτσας ή λαδόχαρτα πιτόγυρου. Μπορεί μπάλα να μη βλέπουμε, αλλά τουλάχιστον επιστρέφουμε σπίτια μας χορτάτοι!
Με αυτό το… background ως φίλαθλος, έχω επιλέξει εδώ και πολλά χρόνια να μη με ενδιαφέρει το Ελληνικό ποδόσφαιρο. Δε με έχουν απασχολήσει οι «πολυσυζητημένες φάσεις», τα «λάθη των διαιτητών», το «παζάρι των μεταγραφών» και οι δηλώσεις των προέδρων και προπονητών. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι η παρακολούθηση ενός αγώνα που θα με κρατήσει σε αγωνία μέχρι το τελευταίο λεπτό και θα «ευχαριστηθώ μπάλα». Θυμάμαι για παράδειγμα τα κοντρόλ του Zidane, τα σουτ του Roberto Carlos, την ανατροπή του τελικού του Champions League μεταξύ Milan και Liverpool όπου μετά το 3-0 του πρώτου ημιχρόνου η Liverpool το γύρισε σε 3-3, τα «πάνω-κάτω» των Ευρωπαϊκών αναμετρήσεων σε όλο το γήπεδο για 90 ολόκληρα λεπτά και το γκολ του Ronaldinho από φάουλ κόντρα στην Αγγλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002.
Είμαι άσχετος από τακτική (αν κι έχω καταναλώσει άπειρες ώρες στο Football Manager – τότε Championship Manager) και στρατηγικές, απουσίες και τραυματισμούς. Για αυτό άλλωστε δυσκολεύομαι να δίνω προγνωστικά για τους αγώνες και επικεντρώνομαι στην ανάλυση των μεταβολών των αποδόσεων. Εκείνο που επιθυμώ είναι να βλέπω ένα θέαμα ή όπως σπάνια λέγεται, «υπερθέαμα». Ποδόσφαιρο με φάσεις και σασπένς, όπου οι παίκτες ξεδιπλώνουν το ταλέντο τους κι όχι τα… χέρια τους!
Έτσι κάπως φτάνουμε στο Ελληνικό ποδόσφαιρο που όποτε έχω προσπαθήσει να παρακολουθήσω, καταλήγω να απορώ τι ακριβώς βρίσκει ο τηλεθεατής. Διότι φαντάζομαι είναι άλλη η αίσθηση να βρίσκεσαι εντός γηπέδου – αν κι ακόμα όταν βρέθηκα στο Camp Nou της Barcelona, δεν αισθάνθηκα και ιδιαίτερο δέος. Άλλο να βλέπεις έναν αγώνα από τον καναπέ, κι άλλη ατμόσφαιρα από τις κερκίδες.
Σήμερα το πρωί λοιπόν συναντώ τα κάθε λογής κείμενα και σχόλια για το χθεσινό τελικό κυπέλλου – που φυσικά και δεν παρακολούθησα, πέραν του γεγονότος ότι δεν είχα καν υπόψη μου. Κατά γενική ομολογία το συμπέρασμα είναι ότι ο Αστέρας Τρίπολης αδικήθηκε, όταν δε δόθηκε πέναλτι και κόκκινη κάρτα σε παίκτη του Ολυμπιακού. Όπως διαβάζω, ακόμα και οπαδοί του Ολυμπιακού αποδοκίμασαν την εμφάνιση της ομάδας τους, ενώ αποχώρησαν κατά την απονομή του κυπέλλου. Κάποιοι σχολιαστές εύχονται μάλιστα μετά το χθεσινό αγώνα, το Ελληνικό ποδόσφαιρο να έχασε κι άλλους φιλάθλους, ως μια μορφή πίεσης για να επέλθει η κάθαρση.
Τηρώντας στάση θεατή δεν μπορώ να κρίνω τι φταίει, ποιος φταίει και γιατί να φταίει. Όλο αυτό το μελάνι όμως που χύνεται κάθε εβδομάδα για κάθε λογής… παράπτωμα του Ελληνικού ποδοσφαίρου πραγματικά απορώ εάν έχει νόημα. Για χρόνια παρακολουθώ την ίδια ιστορία. Εκείνοι αδικήθηκαν, οι άλλοι ευνοήθηκαν, οι παράγκες και τα στημένα, ο φανατισμός και τα επεισόδια. Ποιος είναι ο καλύτερος και ποιος ο χειρότερος. Εσείς να πέσετε κατηγορία, εμείς να πάρουμε πρωτάθλημα. Εμείς και οι άλλοι. Σπάνια ακούω για ωραίο ποδόσφαιρο, φάσεις και ενέργειες ποδοσφαιριστών. Ακόμα κι όταν κάθομαι όμως να δω ΤΗΝ φάση της αγωνιστικής, αναρωτιέμαι εάν όσοι ασχολούνται με το ποδόσφαιρο έχουν παρακολουθήσει Ευρωπαϊκούς ή Λατινοαμερικάνικους αγώνες.
Προφανώς βέβαια δεν μπορεί να συγκριθεί το Ελληνικό ποδόσφαιρο με τη La Liga, την Premier League και την Apertura και Clausura. Ο λόγος φυσικά – όπως σε όλα τα θέματα – είναι το χρήμα που κινεί τα νήματα και κάνει τον πλανήτη να γυρίζει γύρω από τον άξονά του. Το χρήμα σημαίνει μεταγραφές, προπονητές, εμπειρία και ενίοτε διαιτησία. Και όλα αυτά δεν είναι γνώρισμα της Ελλαδίτσας μας. Υποθέτω ότι συμβαίνουν παντού, για αυτό άλλωστε όπως γράφει κι ο Κώστας, έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια για εξυγίανση του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Δυστυχώς δεν ζούμε σε έναν ιδανικά πλασμένο κόσμο. Αδικίες θα υπάρχουν πάντα. It’s an unfair world (κατά το «it’s a man’s world»). Όταν όμως οι έξυπνοι κι άξιοι προοδεύουν έναντι των λιγότερο προνομιούχων δεν είναι αδικία. Το θέμα είναι όταν δεν αναγνωρίζεται η αξία αυτή και προοδεύει ο ανίκανος κι αδύναμος. Και η έλλειψη αξιοκρατίας στην Ελλάδα δεν συναντάται μόνο στο χώρο του ποδοσφαίρου. Αναρωτιέμαι λοιπόν εάν όταν τόσα κείμενα που κάνουν λόγο για έναν αγώνα ποδοσφαίρου δεν βρίσκουν στόχο, τι ελπίδες υπάρχουν σε πολύ πιο σημαντικά θέματα όπως η οικονομία της Ελλάδας.
Μακάρι με τον ίδιο ζήλο να αντιμετωπίζονταν και τα διάφορα προβλήματα της χώρας από τον καθένα μας ξεχωριστά. Μακάρι ας πούμε όλοι αυτοί που ανυπομονούν να πάνε στο γήπεδο να δουν «ποδόσφαιρο», όλοι αυτοί που σπαταλάν ατελείωτες ώρες σχολιάζοντας εδώ κι εκεί για την ομάδα τους στο ίντερνετ, να έδειχναν την ίδια ανυπομονησία όταν πηγαίνουν στη δουλειά τους. Διότι η ευχαρίστηση που βρίσκει κανείς μέσω της δουλειάς του ασχέτως αμοιβής, δε συγκρίνεται με την παρακολούθηση του καλύτερου αγώνα ποδοσφαίρου. Και τότε ίσως βελτιωνόταν όχι μόνο το Ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά και η ίδια η Ελλάδα.