Η επιλογή των στοιχημάτων online εξαρτάται από την πιθανότητα επαλήθευσης του στοιχήματος και την απόδοσή του. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι που στο τέλος θα υποδείξουν κιόλας εάν μπορούμε να έχουμε κέρδος από το online στοίχημα. Εάν στο άκουσμα της λέξης “πιθανότητα” απορείτε, θα ανακαλύψετε ότι όλοι οι παίκτες του στοιχήματος βασίζονται σε αυτήν ακόμα κι όταν δεν το γνωρίζουν. Οποιοδήποτε σύστημα κι αν ακολουθήσει κανείς στο στοίχημα, θα δούμε παρακάτω ότι στην πραγματικότητα υπολογίζει πιθανότητες και επιλέγει αποδόσεις. Η σωστή σχέση μεταξύ αυτήν των δύο υπαγορεύει και τη σωστή επιλογή των στοιχημάτων.
Λαμβάνοντας υπόψη την λιγότερη δημοφιλή περίπτωση ενός αυστηρά μαθηματικού μοντέλου, ο υπολογισμός της πιθανότητας ενός σημείου γίνεται με μαθηματικά κριτήρια. Ο παίκτης του στοιχήματος χρησιμοποιεί κάποια φίλτρα, τα οποία αποτελούν τα κριτήριά του ως προς τον υπολογισμό της πιθανότητας, και συνήθως βασίζονται σε στατιστικά μοντέλα. Ένας τέτοιος παίκτης είναι σε θέση να υπολογίζει με τον ίδιο πανομοιότυπα τρόπο την πιθανότητα του κάθε στοιχήματος, πράγμα που χαρακτηρίζει και την πλέον απρόσωπη και απαλλαγμένη από τον ανθρώπινο παράγοντα μέθοδο στοιχηματισμού.
Περνώντας στην ακριβώς αντίθετη πλευρά, συζητάμε για τον καθημερινό παίκτη του στοιχήματος που αφιερώνει λίγο χρόνο πριν την τοποθέτηση των στοιχημάτων του. Κατά το χρόνο αυτό, διαβάζει κάποια εφημερίδα, επισκέπτεται αθλητικά ιστολόγια και φόρουμ, συγκρίνει τα προηγούμενα στοιχήματά του και την απόδοσή τους και καταλήγει στα στοιχήματα, που πιστεύει ότι θα του αποφέρουν κέρδος. Συχνά δεν τον απασχολεί η απόδοση του στοιχήματος, αν και αποφεύγει να παίζει πολύ μικρές αποδόσεις, καθώς στοχεύει στην ικανοποιητική ανταπόδοση των προσπάθειών του. Ωστόσο, ακόμα κι αυτός ο παίκτης υποσυνείδητα έχει ορίσει πιθανότητες στα στοιχήματά του. Εφόσον επιλέγει να στοιχηματίσει online υπέρ κάποιας ομάδας, αυτομάτως θεωρεί ότι η πιθανότητα να κερδίσει η ομάδα είναι μεγαλύτερη από το να χάσει ή να φέρει ισοπαλία. Υπάρχουν όμως δύο προβλήματα σε αυτήν την περίπτωση.
Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι δεν γίνεται ακριβής υπολογισμός της πιθανότητας. Είναι 60%, είναι 70%, δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος. Δεν θα σκεφτεί το μέγεθος της πιθανότητας, απλά καταλήγει στα σημεία που θα στοιχηματίσει καθώς τα θεωρεί πιθανότερα. Αυτή η έλλειψη υπολογισμού θα δυσκολέψει στην πορεία την επίδοσή του στο στοίχημα. Από την άλλη υπάρχει το πρόβλημα ότι κατά την επιλογή του στοιχήματος, δεν ακολουθούνται αυστηρά τα ίδια κριτήρια πάντα. Σίγουρα ο τρόπος σκέψης εφόσον μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο θα είναι ο ίδιος, οπότε κατά μεγάλο βαθμό θα ακολουθεί πάνω κάτω ένα σχετικά ίδιο σύστημα. Ωστόσο η κρίση του μπορεί να αλλοιωθεί από συνεχή χαμένα στοιχήματα, από το μεγάλο κέρδος της προηγούμενης μέρας, από κάτι που του είπε ο φίλος του και οτιδήποτε άλλο επηρεάζει την ανθρώπινη ψυχολογία.
Ούτως ή άλλως και οι δύο παραπάνω παίκτες του στοιχήματος υπολογίζουν νοητά ή πραγματικά μια πιθανότητα. Εάν αυτή η πιθανότητα μετατραπεί σε απόδοση (π.χ. το 50% ισοδυναμεί με 2.00 απόδοση, το 25% με 4,00 κ.ο.κ.), τότε απομένει να συγκριθεί με την απόδοση που προσφέρεται το στοίχημα online. Εάν η τελευταία είναι μεγαλύτερη από την υπολογιζόμενη πιθανότητα, τότε μιλάμε για την περίπτωση του value betting, του στοιχήματος δηλαδή που συμφέρει τον παίκτη και αποτελεί και τη βάση ενός κερδισμένου συστήματος στο στοίχημα. Η συχνότητα εύρεσης τέτοιων στοιχημάτων, η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων και το μέγεθος του πονταρίσματος θα υπαγορεύσει πόσα χρήματα θα κερδίσει στο online στοίχημα.
Την επόμενη φορά λοιπόν που θα στοιχηματίσετε, σκεφτείτε μια πιθανότητα πριν κοιτάξετε την απόδοση που σας προσφέρεται και στη συνέχεια κάνετε την σύγκριση. Απομένει να πάρετε τη δύσκολη απόφαση να μην στοιχηματίσετε τον αγαπημένο σας αγώνα εξαιτίας της χαμηλής απόδοσης, είτε η ακόμα δυσκολότερη απόφαση να στοιχηματίσετε αντίθετα στην πρόβλεψή σας, λόγω της ελκυστικής πλέον απόδοσης του αντιπάλου!