Το νέο νομοσχέδιο για το διαδικτυακό τζόγο προβλέπει την επιβολή φόρου 10% επί των κερδών των παικτών. Τι γίνεται όμως εάν οι παίκτες χάσουν μες στη χρονιά; Η συντριπτική πλειοψηφία των παικτών χαρακτηρίζουν άδικη τη νέα φορολογική διάταξη που προβλέπεται, καθώς πληρώνουν το κράτος εφόσον κερδίζουν, αλλά η εφορία αδιαφορεί εάν τελικά βγουν χαμένοι! Ωστόσο δεν είναι μια νέα τακτική, αφού αντίστοιχη φορολόγηση υφίσταται στις μετοχές του Χρηματιστηρίου και στα μερίσματα αυτών, όπου η εφορία αδιαφορεί εάν ένας επενδυτής βγει χαμένος στη χρονιά. Τα τελευταία χρόνια ακούγεται επιπλέον η επιβολή όλο και μεγαλύτερου φόρου στα μερίσματα μετοχών, οδηγώντας πιθανόν αρκετούς στη μη δήλωσή τους. Όλα αυτά στην Ελληνική πραγματικότητα, καθώς στις Η.Π.Α. οι επενδυτές που έχουν χάσει χρήματα κατά τη διάρκεια του έτους, έχουν τη δυνατότητα να έχουν έκπτωση φόρου και μάλιστα να μεταφέρουν τις απώλειες σε μελλοντικές φορολογικές δηλώσεις επ’ άπειρον. Είναι τόσο δύσκολο να εφαρμοστεί κάτι αντίστοιχο και στην Ελλάδα;
Η κουβέντα συχνά λαμβάνει μέρος στο χώρο των παικτών του πόκερ. Η φορολόγηση του 10% των κερδών των παικτών – που ακόμα δεν είναι σίγουρο πώς ακριβώς θα εφαρμοστεί στα τραπέζια του πόκερ όπου τα χρήματα αλλάζουν χέρια πολύ γρήγορα – μειώνει δραματικά τις πιθανότητες μακροχρόνιου κέρδους και πολλοί προτείνουν την επιβολή του φόρου επί των ετήσιων κερδών ή έστω επί της διαφοράς μεταξύ αναλήψεων και καταθέσεων εντός του έτους. Εάν εφαρμοστεί 10% φόρος σε κάθε κερδισμένο pot, ή για κάθε φορά που ο παίκτης σηκώνεται από ένα τραπέζι με έστω κι ένα δολλάριο κέρδος, τότε η επίδραση του φόρου στο κεφάλαιο ενός παίκτη πόκερ αποκτά τρομακτικές διαστάσεις. Στο online στοίχημα από την άλλη είναι σαφώς πιο εύκολη η φορολόγηση των κερδών, αφού θα επιβάλλεται κατά τη διευθέτηση του στοιχήματος στο τέλος του αγώνα. Προβλήματα ανακύπτουν στην περίπτωση του trading, η οποία είναι μια ειδική μορφή στοιχήματος.
Τι συμβαίνει στις Η.Π.Α.; Έστω ένας επενδυτής έχει απώλειες $20,000 στο τέλος του χρόνου. Δε χρειάζεται να επενδύει αποκλειστικά σε μετοχές, αφού οι ζημίες αναγνωρίζονται ως ζημίες κεφαλαίου (capital loss) κι έτσι μπορεί να προέρχονται από αγοραπωλησίες έργων τέχνης μέχρι και ακινήτων. Οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως επένδυση. Εάν το εισόδημά του από άλλες πηγές είναι $50,000 μπορεί να δηλώσει τις απώλειες αυτές ώστε να φορολογηθεί για λιγότερα χρήματα. Ωστόσο είναι περιορισμένος να δηλώσει μέχρι $3,000 ως capital losses και τα επιπλέον $17,000 να τα μεταφέρει σε επόμενες φορολογικές δηλώσεις. Έτσι φέτος θα φορολογηθεί για $47,000 αντί των 50. Εάν του χρόνου βγει κερδισμένος κατά $10,000, συμψηφίζοντας τις εναπομείναντες απώλειες των $17,000 θα μπορεί να έχει μείωση φόρου κατά $3,000 και πάλι (στην ουσία δηλώνοντας ακόμα μια χρονιά ως χαμένη), μεταφέροντας πλέον τις υπόλοιπες $4,000 στη μεθεπόμενη χρονιά. Εάν μια χρονιά βρεθεί να έχει χάσει $200,000, τότε για τα επόμενα 70 χρόνια μπορεί να εκπίπτουν $3,000 κάθε χρονιά από το φορολογητέο εισόδημά του.
Στην περίπτωση του στοιχήματος, ας θεωρήσουμε έναν παίκτη που βγαίνει κερδισμένος μέχρι στιγμής με το υπάρχον καθεστώς. Ο παίκτης αυτός στοιχηματίζει 1,000 στοιχήματα το χρόνο των 100 ευρώ και τελικώς κερδίζει 5,000 ευρώ με ποσοστό επιτυχίας 60%. Στα 400 στοιχήματα δηλαδή χάνει 40,000 ευρώ και από τα υπόλοιπα 600 κερδίζει 45,000 ευρώ. Με την επιβολή φόρου 10% επί των κερδών, την επόμενη χρονιά θα έχει κερδίσει οριακά 500 ευρώ, έχοντας πληρώσει 4,500 ευρώ φόρο. Την επόμενη χρονιά η τυχαία [intlink id=”3287″ type=”post”]διακύμανση[/intlink] των αποτελεσμάτων (variance) οδηγεί πλέον τον παίκτη στο μηδέν (break even) προ φόρου. Τώρα όμως η εφορία θα του κρατήσει και πάλι 4,000 ευρώ από τα 600 κερδισμένα στοιχήματα των 40,000 ευρώ. Καθώς ο παίκτης θα τα έχει ήδη πληρώσει μέσω της εταιρίας στοιχημάτων, θα έχει βγει χαμένος κατά 4,000 ευρώ. Δηλώνοντας αυτές τις απώλειες στη φορολογική δήλωση, θα μπορούν να μειωθούν από το φορολογητέο εισόδημά του. Σίγουρα δε θα τα πάρει πίσω, αλλά τουλάχιστον θα έχει μια σχετική φοροελάφρυνση σε μια προσπάθεια να ισοσκελίσει το [intlink id=”2736″ type=”post”]κόστος του φόρου/προμήθειας στο σύστημά του[/intlink].
Στο σχολείο ακούγαμε πάντα πως δεν πρέπει να αντιγράφουμε. Στο πανεπιστήμιο έμαθα πως το 90% (και πλέον) μιας εργασίας είναι αντιγραφή από παλαιότερες εργασίες. Τελικά μήπως η αντιγραφή νομοσχεδίων που φαίνονται να δουλεύουν σε άλλες χώρες δεν είναι και τόσο κακή ιδέα αντί να εφευρίσκουμε κάθε φορά τον τροχό μόνοι μας;